Σκιρῖται

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σκῑρῖται Medium diacritics: Σκιρῖται Low diacritics: Σκιρίται Capitals: ΣΚΙΡΙΤΑΙ
Transliteration A: Skirîtai Transliteration B: Skiritai Transliteration C: Skiritai Beta Code: *skiri=tai

English (LSJ)

οἱ,

   A the Scirites, a light-armed division of the Spartan army, named from the town Σκῖρος in Arcadia, Th.5.67,68,71, X. HG5.2.24, Lac.12.3, etc.: also Σκιρίτης λόχος D.S.15.32.    II Σκῑρῖται, οἱ, inhabitants of Σκιρῖτις 11, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Σκῑρῖται: οἱ, διάσημος διαίρεσις τοῦ Σπαρτιατικοῦ στρατοῦ, σῶμα συνιστάμενον ἐξ ἑξακοσίων πεζῶν μαχομένων κατὰ τὸ ἀριστερὸν κέρας πλησίον τοῦ βασιλέως, ἦσαν δὲ (τουλάχιστον κατ’ ἀρχὰς) περίοικοι ἐκ τῆς Ἀρκαδικῆς πόλεως Σκῖρος, καὶ ἐκ τοῦ διαμερίσματος ὃ ἐκαλεῖτο Σκιρῖτις, Θουκ. 5. 67, 68, 71, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 24, πρβλ. Θουκ. 5. 33, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 21: ὡσαύτως, Σκιρίτης λόχος Διόδ. 15. 32. Τινὲς ὑπέθετον ὅτι ἦσαν ἱππεῖς ἐκ τοῦ Ξεν. ἐν Κύρ. 4. 2, 1, ἀλλὰ πλημμελῶς· ἴδε Müller· Dor. 3. 12. § 6.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Skirites, troupe d’infanterie légère, corps d’élite, à Lacédémone.
Étymologie:.

Greek Monotonic

Σκῑρῖται: οἱ, Σκιρίτες, διαίρεση του στρατού των Σπαρτιατών, αποτελούμενη από εξακόσιους πεζούς άντρες που μάχονταν στην αριστερή πτέρυγα, κοντά στον βασιλιά, και ήταν (τουλάχιστον αρχικά) περίοικοι από την αρκαδική περιφέρεια με το όνομα Σκιρῖτις, σε Θουκ., Ξεν.