κατατριβή
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
English (LSJ)
ἡ,
A wasting, squandering, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κ. [ἔλεγε ὁ Διογένης] D.L.6.24.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρῐβή: ἡ, προστριβή, ἐπίθεσις ψιμυθίου, ψιμυθισμός, Κλήμ., Ἀλ. 254. ΙΙ. κενὴ κατανάλωσις τοῦ χρόνου, τὴν Πλάτωνος διατριβὴν κατατριβὴν ὠνόμαζεν ὁ Διογένης Διογ. Λ. 6. 24.
Greek Monolingual
η (Α κατατριβή) κατατρίβω
καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο του χρόνου
αρχ.
1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου
2. σπατάλη, ασωτεία.