λαικαστής

From LSJ
Revision as of 00:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαικαστής Medium diacritics: λαικαστής Low diacritics: λαικαστής Capitals: ΛΑΙΚΑΣΤΗΣ
Transliteration A: laikastḗs Transliteration B: laikastēs Transliteration C: laikastis Beta Code: laikasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A wencher, Ar.Ach.79:—fem. λαικ-άστρια, strumpet, ib.529, 537, Pherecr. 149, Men.Pk.235:—also λαικ-άς, άδος, Aristaenet.2.16 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 6] ὁ, der Hurer, Ar. Ach. 79.

Greek (Liddell-Scott)

λαικαστής: -οῦ, ὁ, πόρνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 79· - θηλ. λαικάστρια, πόρνη, αἰσχρὰ γυνή, αὐτόθι 529, 537, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· - ὡσαύτως λαικάς, άδος, Ἀρισταίν. 2. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
prostitué.
Étymologie: λαικάζω.

Greek Monolingual

λαικαστής, ὁ (Α) λαικάζω
πόρνος («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

λαικαστής: -οῦ, ὁ, έκφυλος, πόρνος, σε Αριστοφ.· θηλ. λαικάστρια, πόρνη, εταίρα, στον ίδ.