Θρινακίη
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἡ, (θρῖναξ) a legendary island, Od.11.107, etc.: afterwards identified with Sicily and written Τρινακρία (from τρεῖς, ἄκραι) (q. v.); cf. Τριναχία:—also Θρῑνακίς, ίδος, ἡ, Str.6.2.1:—Adj. Θρῑνάκιος, α, ον, Sicilian,
A ῥίζα Nic.Th.529.
Greek Monotonic
Θρῑνᾰκίη: ἡ (θρῖναξ), παλιό όνομα της Σικελίας, το οποίο προήλθε από τα τρία της ακρωτήρια, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· σε μεταγεν. εποχή, ο παλαιός τύπος Θρινακίη μετετράπη σε Τρινακρία, Λατ. Trinacria, όπως αν είχε συντεθεί από το τρεῖς ἄκραι.