νουνέχεια

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουνέχεια Medium diacritics: νουνέχεια Low diacritics: νουνέχεια Capitals: ΝΟΥΝΕΧΕΙΑ
Transliteration A: nounécheia Transliteration B: nounecheia Transliteration C: nounecheia Beta Code: noune/xeia

English (LSJ)

ἡ,

   A good sense, discretion, Plb.4.82.3, Andronic.Pass. p.578 M., Stoic.3.64.

Greek (Liddell-Scott)

νουνέχεια: ἡ, τὸ ἔχειν νοῦν, φρόνησις, Πολύβ. 4. 82, 3

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: νουνεχής.

Greek Monolingual

η (Α νουνέχεια) νουνεχής
σύνεση, φρονιμάδα.

Greek Monotonic

νουνέχεια: ἡ, ιδιότητα νοητικής αντίληψης, σύνεση, σωφροσύνη, σε Πολύβ.