συγκατατρίβω

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρίβω Medium diacritics: συγκατατρίβω Low diacritics: συγκατατρίβω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: synkatatríbō Transliteration B: synkatatribō Transliteration C: sygkatatrivo Beta Code: sugkatatri/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A waste completely, Plu.Cleom.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit auftreiben, καὶ διαφθεῖραι τὸν καρπόν, Plut. Cleom. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρίβω: [ῑ], κατατρίβω ὁμοῦ, Πλουτ. Κλεομ. 26.

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].