ἱπποτροφέω

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποτροφέω Medium diacritics: ἱπποτροφέω Low diacritics: ιπποτροφέω Capitals: ΙΠΠΟΤΡΟΦΕΩ
Transliteration A: hippotrophéō Transliteration B: hippotropheō Transliteration C: ippotrofeo Beta Code: i(ppotrofe/w

English (LSJ)

aor.

   A -τρόφησα Paus.3.8.1: pf. -τρόφηκα D.L.8.51, (καθ-) Is.5.43; but ἱπποτετρόφηκα Lycurg.139 codd.:— breed or keep horses, Lycurg. l.c., Isoc.16.33, Hyp.Lyc.16, Satyr.1; ἱπποτροφοῦσα πόλις Aen.Tact.26.4; feed horses, ποᾷ χλωρᾷ Dsc.4.15 (v.l. πόαν χλωράν).

German (Pape)

[Seite 1261] Pferde füttern, ziehen, halten, Ath. XII, 534 b; bes. zu Wettrennen, Isocr. 16, 34; εἴ τις ἱπποτετρόφηκεν Lycurg. 139. – Als Pferdefutter brauchen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποτροφέω: ἀόρ. ἱπποτρόφησα Παυσ. 3. 8, 1: πρκμ. ἱπποτρόφηκα, ἱπποτροφηκότος τοῦ πάππου Διογ. Λ. 8. 51, (καθ-) Ἰσαῖ. 55. 23· ἀλλ’ ἱπποτετρόφηκα Λυκοῦργ. 163. 37. Τρέφω, διατηρῶ ἵππους, Λυκοῦργ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσοκρ. 353C, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13, Ἀθήν. 534Β· πρβλ. ἱπποτρόφος ΙΙ, ἱπποβάτης. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ὡς τροφὴν ἵππων, οἱ δὲ Θρᾷκες τὴν μὲν πόαν (τοῦ τριβόλου) χλωρὰν ἱπποτροφοῦσι, κτλ. Διοσκ. 4. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever des chevaux.
Étymologie: ἱπποτρόφος.