τελωνιάς

From LSJ
Revision as of 19:23, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνιάς Medium diacritics: τελωνιάς Low diacritics: τελωνιάς Capitals: ΤΕΛΩΝΙΑΣ
Transliteration A: telōniás Transliteration B: telōnias Transliteration C: telonias Beta Code: telwnia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d’un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστ-ιάς)].

Greek Monotonic

τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.