σφύραινα
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
ἡ, a sea-fish, of two sorts acc. to Opp.H.1.172: a the bicuda, Sphyraena spet; b = Att. κέστρα, Stratt.28, Antiph.97, Arist.HA610b5. [ῡ, Opp.l.c., but Stratt. l.c. has σφῠρ-.]
Greek (Liddell-Scott)
σφύραινα: θαλάσσιός τις ἰχθὺς οὕτω καλούμενος ἐκ τοῦ σχήματος αὐτοῦ, παρ’ Ἀττικ. κέστρα, «ἡ σφύραινα δ’ ἐστὶ τίς; -κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ κικλήσκετε» Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 2, Ἀντιφάνης ἐν «Εὐθυδίκῳ» 3, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· «κέστρα γὰρ ἡ σφῦρα διὸ καὶ ὁ καλούμενος ἰχθὺς σφύραινα, συνωνύμως καὶ κέστρα ὠνόμασται» Σημείωσις Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 87. [Θὰ περιέμενέ τις ῡ, ἀλλ’ ὁ Στράττις ἔνθ’ ἀνωτέρ. ἔχει σφῠρ-· καὶ ἐν Ὀππ. Ἁλ. 1. 172., 3. 117 ὑπάρχει διάφορ. γραφ. μῡραιναι].
Greek Monolingual
η, ΝΑ
τελεόστεο περκόμορφο ψάρι που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια sphyraenidae, κν. σήμερα λούτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + επίθημα -αινα (πρβλ. μύρ-αινα). Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω του σχήματός του].