ἰχθυάω

From LSJ
Revision as of 18:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθυάω Medium diacritics: ἰχθυάω Low diacritics: ιχθυάω Capitals: ΙΧΘΥΑΩ
Transliteration A: ichthyáō Transliteration B: ichthyaō Transliteration C: ichthyao Beta Code: i)xqua/w

English (LSJ)

   A fish, angle, mostly in Ep. pres. and impf., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od.4.368: c. acc., fish for, αὐτοῦ δ' ἰχθυάα . . δελφῖνας 12.95, cf. Opp.H.1.426:—Med., Lyc.46.    II sport (like fish), δελφῖνες . . ἐθύνεον ἰχθυάοντες Hes.Sc.210.    III Pass., to be made of fish, ἰχθυώμενος ἄρτος (vulg. ἄργος) Horap.1.14.

German (Pape)

[Seite 1275] fischen; ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Od. 4, 368, vgl. 12, 95; Hes. Sc. 209; sp. D., Opp. Hal. 1, 426; auch med., Lycophr. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυάω: (ἰχθὺς) ἁλιεύω, ψαρεύω, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ Ἐπικ. ἐνεστ. καὶ παρατ., ἰχθυάασκον γναμπτοῖς ἀγκίστροισιν Ὀδ. Δ. 368· - μετ’ αἰτ., αὐτοῦ δ’ ἰχθυάᾳ… δελφῖνας, ψαρεύει, Μ 95, πρβλ. Ὀππ. Ἀλ. 1. 426· - ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, Λυκόφρ. 46. ΙΙ. παίζω (ὡς ἰχθύς). δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες Ἠσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210. ΙΙΙ. Παθ., ἰχθυώμενος ἄρτος (συνήθ. γραφ. ἀργός), κατεσκευασμένος μετ’ ἰχθύων, Ὡραπόλ. 1. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
3ᵉ sg. prés. ind. épq. ἰχθυάᾳ, ao. itér. ἰχθυάασκον;
pêcher.
Étymologie: ἰχθύς.

English (Autenrieth)

ipf. iter. ἰχθυάασκον: catch fish, fish, Od. 12.95 and Od. 4.368.

Greek Monotonic

ἰχθυάω: (ἰχθύς
I. ψαρεύω, αλιεύω, Επικ. παρατ. ἰχθυάασκον, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., Επικ. γʹ ενικ. ἰχθυάᾳ, στο ίδ.
II. παίζω (ως ψάρι), σε Ησίοδ.