θαλασσοκρατέω
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
A to be master of the sea, Hdt.3.122, Th.7.48, Plb.1.7.6, Phylarch.1 J.:—Pass., to be beaten at sea, Demetr.Com. Vet.2.
German (Pape)
[Seite 1183] das Meer beherrschen, die Oberherrschaft zur See haben; Her. 3, 122; Thuc. 7, 48; Pol. 1, 7, 6; Lucill. 112 (XI, 247). – Pass., com. bei E. M. 335, 18.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσοκρᾰτέω: εἶμαι κύριος τῆς θαλάσσης, Ἡρόδ. 3. 122, Θουκ. 7. 48. - Παθ., ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Δημήτρ. Κωμ. Σικ. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dominer sur mer.
Étymologie: θάλασσα, κρατέω.
Greek Monotonic
θᾰλασσοκρᾰτέω: είμαι αφέντης της θάλασσας, σε Ηρόδ., Θουκ.