διαδοξάζω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
A form a definite opinion, Pl.Phlb.38b, Iamb.Myst.4.6:— Med., ib.8.5.
German (Pape)
[Seite 576] = δοξάζω, Plat. Phil. 38 b.
Greek (Liddell-Scott)
διαδοξάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ δοξάζω, Πλάτ. Φιλήβ. 38Β.
Spanish (DGE)
1 intr. formarse una opinión ἐκ μνήμης τε καὶ αἰσθήσεως δόξα ἡμῖν καὶ τὸ διαδοξάζειν ἐγχειρεῖν γίγνεθ' ἑκάστοτε Pl.Phlb.38b, cf. Antisth.53.9.
2 tr. considerar, opinar περὶ οὗ πάντες ... τἀναντία διαδοξάζουσιν Iambl.Myst.4.6, cf. 8.5, πάντα γὰρ ταῦτα ἀλλοτρίως τῶν θεῶν διαδοξάζουσί τινες Procl.in Ti.3.176.15.