κόνδαξ

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόνδαξ Medium diacritics: κόνδαξ Low diacritics: κόνδαξ Capitals: ΚΟΝΔΑΞ
Transliteration A: kóndax Transliteration B: kondax Transliteration C: kondaks Beta Code: ko/ndac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, gambling game played with an unpointed dart, Cod.Just.3.43.1.4: metaph., παίζων κόνδακα, of sexual intercourse, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1480] ακος, ὁ, das Geschoß, der Nagel, wie κόνταξ, Sp. – Es soll auch dasselbe Knabenspiel gewesen sein, welches sonst κυνδαλισμός heißt; dah. κόνδακα παίζειν vom Beischlaf, Rufin. 7 (VI, 61).

Greek (Liddell-Scott)

κόνδαξ: -ᾱκος, ὁ, πιθ. ἡ ἐν λέξ. κυνδαλισμὸς περιγραφομένη παιδιὰ (ἴδε κόνταξ)· ― μεταφ., κόνδακα παίζειν, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Ἀνθ. Π. 5. 61.

Greek Monolingual

κόνδαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. είδος παιχνιδιού που παιζόταν με ακόντιο χωρίς αιχμή
2. φρ. «παίζω κόνδακα»
μτφ. συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδοι «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (Ησύχ.) + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. ρύ-αξ, πίδ-αξ)].