Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σύμβολος

From LSJ
Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμβολος Medium diacritics: σύμβολος Low diacritics: σύμβολος Capitals: ΣΥΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: sýmbolos Transliteration B: symbolos Transliteration C: symvolos Beta Code: su/mbolos

English (LSJ)

ον,

   A meeting by chance (ξυμβολοῦσιν cj. Valckenaer for -οισιν), A.Supp.502.    II σύμβολος (sc. οἰωνός), ὁ,= σύμβολον 111.2, augury, omen, ἐνόδιοι σ. Id.Pr.487; ξ. ὄρνις Ar.Av.721 (anap.), cf. S.Fr.148, X.Ap.13, Marin.Procl.10; dub. sens. in A. in PSI11.1210.4, IG42(1).123.34 (Epid., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 980] zusammentreffend, begegnend; καὶ συμβόλοισιν οὐ πολυστομεῖν χρεών, Aesch. Suppl. 497; Verkehr u Umgang habend, in Verbindung stehend, τινί, mit Einem. Nach Hesych. brauchte Soph. frg. 161 συμβόλους μαντείας für τὰς διὰ τῆς φήμης γινομένας, aus zufälligen Stimmen; Aesch. Prom. 485 sagt von Vogelzeichen ἐνοδίους τε συμβόλους γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν; vgl. Xen. Apol. 13, wo vrbdn ist οἰωνούς τε καὶ φήμας καὶ συμβόλους τε καὶ μάντεις, u. oben σύμβολον.

Greek (Liddell-Scott)

σύμβολος: -ον, (συμβάλλω) ὁ κατὰ τύχην συναντῶν, (ἀλλ’ ὁ Valck. διώρθωσε ξυμβολοῦσιν, ἀντὶ -οισιν), Αἰσχύλ. Ἱκ. 502. ΙΙ. σύμβολος (ἐξυπακ. οἰωνός), ὁ, = σύμβολον, Ι. 1, σημεῖον, οἰωνός, Αἰσχύλ. Πρ. 487, Ξεν. Ἀπολογ. 13, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ὄρν. 721.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se rencontre avec ; ὁ σύμβολος présage.
Étymologie: συμβάλλω.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
το αρσ. ως ουσ. σύμβολος
σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ.
β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ πολυστομεῑν χρεών», Αισχύλ)
2. αυτός που εικάζεται από τυχαίες φωνές
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμβολον
βλ. σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. παρά-βολος].

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
το αρσ. ως ουσ. σύμβολος
σημάδι, οιωνός (α. «φασὶ γάρ... κατά τινα σύμβολον ἐκεῑ καταπαῡσαι τὸν πόλεμον», Μάρκ. Διάκ.
β. «ἐνοδίους συμβόλους γαμψωνύχων οἰωνῶν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο συναντά κανείς τυχαία («καὶ συμβόλοισιν οὐ πολυστομεῑν χρεών», Αισχύλ)
2. αυτός που εικάζεται από τυχαίες φωνές
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμβολον
βλ. σύμβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. παρά-βολος].

Greek Monotonic

σύμβολος: ὁ, = σύμβολον·
I. 1. οιωνός, προφητικό σημάδι, σε Αισχύλ., Ξεν.