συνθήγω

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθήγω Medium diacritics: συνθήγω Low diacritics: συνθήγω Capitals: ΣΥΝΘΗΓΩ
Transliteration A: synthḗgō Transliteration B: synthēgō Transliteration C: synthigo Beta Code: sunqh/gw

English (LSJ)

   A sharpen, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E.Hipp.689.

Greek (Liddell-Scott)

συνθήγω: συνακονῶ, μεταφ. συμπαροξύνω, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Εὐρ. Ἱππ. 689.

French (Bailly abrégé)

aiguiser, exciter fortement.
Étymologie: σύν, θήγω.

Greek Monolingual

Α
1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο
2. παθ. συνθήγομαι
μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θήγω «οξύνω, ακονίζω»].