κλεεννός
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ά, όν, Lyr. (Aeol.) form of κλεινός,
A famous, Simon.120, Pi.P.4.280 (Sup.), 5.20, Scol.5.
German (Pape)
[Seite 1447] dor. = κλεινός.
English (Slater)
κλεεννός, κλεινός (κλεεννᾶς, -αῖς: κλεινός; -ά, -ᾶς, -ᾷ. -άν, -αί, -ᾶν, -αῖς(ιν): κλεινότερον: κλεεννότατον.)
1 renowned of pers., κλεινὸς οἰκιστὴρ Hieron (P. 1.31) of places, κλεινὰν Ἀκράγαντα (O. 3.2) τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (O. 6.6) κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ (O. 7.81) κλεινᾶς ἐξ Ὀπόεντος (O. 9.14) καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου (P. 4.280) κλεεννᾶς παρὰ Πυθιάδος (P. 5.20) Πίνδου κλεενναῖς ἐν πτυχαῖς (P. 9.15) κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (N. 1.2) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1) κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2. [πόλιν κλεινὰν (κείναν v. l.) (P. 1.61) ] of songs, victories, κλειναῖς ἀοιδαῖς (P. 3.114) ἀρεταῖς κλειναῖσιν (P. 8.23) κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (I. 2.19) κλεινότερον γάμον (P. 9.112) c. dat., καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις (P. 9.70)
Greek Monolingual
κλεεννός, -ά, -όν (Α) κλέος
(αιολ. λυρ. τ.) βλ. κλεινός.
Greek Monotonic
κλεεννός: ή κλεεινός, -ή, -όν, λυρ. τύπος του κλεινός, σε Πίνδ.