καυτήρ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A burner, ταύρῳ χαλκέῳ, of Phalaris, Pi.P.1.95. II v. καυστήρ. III = καυτήριον 11, Luc.Pisc.46, Jul.Caes.309c.
German (Pape)
[Seite 1408] ῆρος, ὁ, der Verbrenner; ταύρῳ χαλκέῳ, vom Phalaris, Pind. P. 1, 95; – das Brenneisen, χάλκεος, Hippocr.; zum Brandmarken, Luc. pisc. 46; Plut. – Sp. auch = das Brandmal.
Greek (Liddell-Scott)
καυτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καίων, Πινδ. Π. 1. 185. ΙΙ ὡς τὸ καυτήριον, πεπυρωμένος σίδηρος, δι’ οὖ οἱ ἰατροὶ καυτηριάζουσι τὰ νοσοῦντα μέρη τοῦ σώματος, Ἱππ. 894Α, Γαλην., Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
I. 1 brûleur, celui qui fait brûler;
2 fer brûlant pour cautériser ou marquer;
II. marque de brûlure, cautérisation, cicatrice.
Étymologie: καίω.
English (Slater)
καυτήρ
1 that burns τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν (P. 1.95)
Greek Monotonic
καυτήρ: -ῆρος, ὁ (καίω), αυτός που καίει, σε Πίνδ.