πολύλλιθος
From LSJ
Menander, fragment 761
English (LSJ)
ον,
A very stony, AP6.3 (Dionys.).
German (Pape)
[Seite 665] mit vielen Steinen, Τρηχίς, Dionys. 6 (VI, 3).
Greek (Liddell-Scott)
πολύλλιθος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς λίθους, Ἀνθ. Π. 6. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nombreuses pierres.
Étymologie: πολύς, λίθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές πέτρες, πετρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λλιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος].
Greek Monotonic
πολύλλῐθος: -ον, εξαιρετικά πετρώδης, σε Ανθ.