ἀνεχέγγυος
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον,
A unwarranted, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι because they had no sure confidence in themselves, Th.4.55.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεχέγγυος: -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne sait où se fier, irrésolu.
Étymologie: ἀ, ἐχέγγυος.
Spanish (DGE)
-ον
inseguro, indeciso, que no tiene confianza en sí mismo διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, ἀνεχέγγυος· ἄπιστος Hsch.
Greek Monolingual
-ον (Α ἀνεχέγγυος)
αυτός που δεν παρέχει εχέγγυα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.
Greek Monotonic
ἀνεχέγγυος: -ον, αυτός που δεν παρέχει εγγύηση, ασφάλεια ή εμπιστοσύνη, σε Θουκ.