στειλειή
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
στειλειή: ἡ, Ἰων. λέξις δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ ξύλον, τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
ion. et épq.
trou où s’adapte le manche d’une cognée.
Étymologie: DELG v. στελεά.
English (Autenrieth)
(στέλλω): hole in an axhead for the helve, Od. 21.422†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. στελεά.
Greek Monotonic
στειλειή: ἡ, τρύπα που γίνεται για να περαστεί η λαβή, το στειλιάρι ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).