περιζώννυμαι
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
Greek (Liddell-Scott)
περιζώννυμαι: μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. ζωννύω περὶ ἑμαυτόν, ζώννομαι μέ τι, περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· ἐσθῆτα, τήβεννον Πλουτ. Ρωμ. 16, Κοριολ. 9· γυμνὸς ὢν τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τὸν ἐφόρεσεν ὡς προστάτην, σχῆμα λόγου, παρ’ ὑπόνοιαν, ἀντὶ τοῦ: ἐπίτροπον ἐποιήσατο, Ἀριστοφ. Εἰρ. 687· ἦν δέ ποτε καὶ περὶ Μακεδονίαν νόμος τὸν μηθένα ἀπεκτακότα πολέμιον περιεζώσθαι τὴν φορβειάν, νὰ φορῇ ὡς ζώνην φορβειάν, ἤτοι καπίστριον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11· ― ἀπολ., ἐπὶ μαγείρων (ἴδε περίζωμα)· περιεζωσμένος, «μὲ τὴν ποδιάν», Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 3, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 12· ἐπὶ ἀθλητῶν, Παυσ. 1. 44, 1· ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Πολύβ. 30. 13, 20. 2) μεταφορ., ἀναλαμβάνω, Ἄννα Κομν. 1. 304.
French (Bailly abrégé)
se ceindre : ἐσθῆτα PLUT, τήβεννον PLUT mettre son vêtement, sa toge.
Étymologie: περί, ζώννυμι.
Greek Monotonic
περιζώννῠμαι: Μέσ. με Παθ. παρακ. -έζωσμαι, ζώνω ολόγυρά μου, περιζώνομαι, ἐσθῆτα, σε Πλούτ.· τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τον έβαλε μπροστά για προστασία, σε Αριστοφ.· περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.