στρεψίμαλλος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψίμαλλος Medium diacritics: στρεψίμαλλος Low diacritics: στρεψίμαλλος Capitals: ΣΤΡΕΨΙΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: strepsímallos Transliteration B: strepsimallos Transliteration C: strepsimallos Beta Code: streyi/mallos

English (LSJ)

ον,

   A with tangled fleece: σ. τὴν τέχνην, metaph. of Euripides, in reference to his complex phrases, Ar.Fr.638.

German (Pape)

[Seite 954] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v. l. für das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψίμαλλος: -ον, ὁ ἔχων συνεστραμμένα ἢ περιπεπλεγμένα ἔρια, στρ. τὴν τέχνην, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου ἐν ἀναφορᾷ, ὡς λέγουσι, πρὸς τὰς περιπλόκους αὐτοῦ φράσεις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 542, πρβλ. Εὐστ. 1638. 17, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ., ἀλλ’ ὁ Δινδ. διορθοῖ στρεψίμελος, ὡς ἔχει ὁ Σχολ. ἐν Νεφ. 787.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα
2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. μονό-μαλλος].