λυσσαίνω
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
A rave, τινι against one, S.Ant.633.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσαίνω: εἶμαι λυσσασμένος, τινι, ἐναντίον τινός, Σοφ. Ἀντ. 633.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
être en fureur contre, τινι.
Étymologie: λύσσα.
Greek Monolingual
λυσσαίνω (Α) λύσσα
είμαι πάρα πολύ οργισμένος με κάποιον.