παγκληρία
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ἡ,
A entire possession, property, estate, inheritance, A.Ch.486, S.Fr.915, E. Ion814, Supp.14.
German (Pape)
[Seite 435] ἡ, die ganze Erbschaft, Habe; Aesch. Ch. 479; Soph. frg. 774; Eur. Suppl. 14 Ion 814; sp. D., wie Lycophr. 592.
Greek (Liddell-Scott)
παγκληρία: ἡ, πλήρης κληρονομία, σύμπασα ἡ κατὰ κληρονομίαν ληφθεῖσα περιουσία, Αἰσχύλ. Χο. 486, Σοφ. Ἀποσπ. 774, Εὐρ. Ἴων. 814, Ἱκέτ. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
héritage entier.
Étymologie: πάγκληρος.
Greek Monolingual
παγκληρία, ἡ (Α) πάγκληρος
ολόκληρη η περιουσία που προέρχεται από κληρονομιά, πλήρης κληρονομία.
Greek Monotonic
παγκληρία: ἡ, ολόκληρη η κληρονομιά, σε Αισχύλ., Ευρ.