τρίτατος

Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, lengthd. poet. for τρίτος,

   A like μέσσατος for μέσος, Il.1.252, 14.117, E.Hipp.135 (lyr.), A.R.1.53; τριτάτην, abs., in the third place, IG4.682.14 (Hermione: so Boeckh; τρίτατ' ἦν Fraenkel).

German (Pape)

[Seite 1148] poet. verlängerte Form statt τρίτος; Il. 14, 117 Od. 9, 89 u. öfter; auch Eur. Hipp. 135. τριτάω, davon nur τριτόωσα σελήνη, der Mond am dritten Tage vom Neumond ab, Arat. Dios. 64.

Greek (Liddell-Scott)

τρίτᾰτος: -η, -ον, κατὰ ποιητικ. ἐπέκτασιν ἀντὶ τρίτος, ὡς τὸ μέσσατος ἀντὶ μέσος, Ἰλ. Α. 252, Ξ. 117, κλπ.· τριτάτην, ἀπολ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1212. 14.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. τρίτος.

English (Autenrieth)

third.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, και αιολ. τ. τέρτατος, -άτα, -ον, Α
1. ο τρίτος («δύο μὲν γενεαὶ... ἀνθρώπων ἐφθίαθ',...μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσε», Ομ. Ιλ.)
2. (το θηλ. στην αιτ. εν.) τριτάτην
στην τρίτη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκτεταμένος ποιητ. τ. του τρίτος με επίθημα -ατος του υπερθ. βαθμού (πρβλ. μέσος: μέσσατος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί κατά το τέτρατος, άλλος τ. του τέταρτος.

Greek Monotonic

τρίτᾰτος: [ῐ], -η, -ον, κατά ποιητ. παρέκταση αντί τρίτος, σε Ομήρ. Ιλ.