ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. τοῦ υἱός, Ὅμ.
dat. pl. de υἱός.
υἱάσι: ποιητ. δοτ. πληθ. του υἱός.