διαδωρέομαι

From LSJ
Revision as of 20:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδωρέομαι Medium diacritics: διαδωρέομαι Low diacritics: διαδωρέομαι Capitals: ΔΙΑΔΩΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diadōréomai Transliteration B: diadōreomai Transliteration C: diadoreomai Beta Code: diadwre/omai

English (LSJ)

   A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24.    2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.

German (Pape)

[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.

Greek (Liddell-Scott)

διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.

Spanish (DGE)

distribuir, regalar c. ac. de cosa y dat. de pers. ὅ τι που καλὸν ἴδοι ... ταῦτα κτώμενος διεδωρεῖτο τοῖς ἀεὶ ἀξιοτάτοις X.Cyr.3.3.6, cf. Posidon.68
c. ac. de pers. y εἰς c. ac. (τοὺς στασιώδεις) πλείστους δ' εἰς τὰς ἐπαρχίας διεδωρήσατο I.BI 6.418.

Greek Monotonic

διαδωρέομαι: αποθ., μοιράζω, διανέμω, χαρίζω, δώρο, σε Ξεν.