Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορίσκομαι

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορίσκομαι Medium diacritics: κορίσκομαι Low diacritics: κορίσκομαι Capitals: ΚΟΡΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: korískomai Transliteration B: koriskomai Transliteration C: koriskomai Beta Code: kori/skomai

English (LSJ)

   A = κορέννυμαι, become saturated, c. gen., ὑγρασίης Hp. Gland.6; κ. φλέγματος οἱ πνεύμονες ib.14: abs., to be irked, Id.Art.35.

Greek Monolingual

κορίσκομαι (Α)
1. γεμίζω μέχρι κόρου («κορίσκονται πολλῆς ὑγρασίης», Ιπποκρ.)
2. ενοχλούμαι, δυσαρεστούμαι, παροργίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. ενεστωτικός τ. του κορέννυμι, σχηματισμένος επίσης υποχωρητ. από το θ. κορ-ε-σ- του αορ.].