σιτοβόλιον

From LSJ
Revision as of 11:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

German (Pape)

[Seite 885] τό, Pol. 3, 100, 4, auch σιτοβόλειον u. σιτόβολον, τό, = Folgdm; Geopon.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
grange à serrer le grain.
Étymologie: σῖτος, βάλλω.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σιτοβολεῑον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτοβόλιον -ου, τό [σῖτος, βάλλω] graanopslagplaats.