καταφυλαδόν

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφῡλᾰδόν Medium diacritics: καταφυλαδόν Low diacritics: καταφυλαδόν Capitals: ΚΑΤΑΦΥΛΑΔΟΝ
Transliteration A: kataphyladón Transliteration B: kataphyladon Transliteration C: katafyladon Beta Code: katafulado/n

English (LSJ)

Adv.

   A in tribes, by clans, Il.2.668, Opp.H.3.644.

Greek (Liddell-Scott)

καταφῡλᾰδόν: Ἐπίρρ., κατὰ φῦλα ἢ φυλάς, κατὰ ἔθνη, Ἰλ. Β. 668˙ φάλαγγας ἀνδρῶν ἐρχομένων κ. Ὀππ. Ἁλ. 3. 644.

French (Bailly abrégé)

adv.
par tribus.
Étymologie: κατά, φυλή, -δον.

Greek Monolingual

καταφυλαδόν (Α)
επίρρ. κατά φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυλαδόν «κατά φυλές»].

Greek Monotonic

καταφῡλᾰδόν: (φῦλον), επίρρ., σε φυλές, κατά έθνη, σε Ομήρ. Ιλ.