πολύδωρος
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ον,
A richly dowered, ἄλοχος Il.6.394, Od.24.294, etc. II open-handed, Aret.SD1.5.
German (Pape)
[Seite 662] viel beschenkt; ἄλοχος, reich ausgestattet, Il. 6, 394, von der Andromache, u. Od. 24, 294, von der Penelope. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδωρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), ἄλοχος Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια Ὀδ. Ω. 294, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a reçu de grands présents ou une riche dot.
Étymologie: πολύς, δῶρον.
English (Autenrieth)
English (Slater)
πολῠδωρος, -ον
1 much endowed κτησάμεναι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60)
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύδωρος, -ον, ΝΑ
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα
αρχ.
φρ. «ἄλοχος πολύδωρος»
α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της πολλά δώρα
β) αυτή που έχει φέρει μαζί της στο σπίτι του άνδρα της πολλή προίκα, πολλά δώρα, πολύφερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].
Greek Monotonic
πολύδωρος: -ον (δῶρον), πλούσια προικισμένος, σε Όμηρ.