ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἀγέμεν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἄγω.
inf. prés. poét. de ἄγω.
ἄγειν.
ἀγέμεν: Επικ. αντί ἄγειν, απαρ. του ἄγω.