γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
inf. prés. poét. de ἄγω.
ἀγέμεν: эп. inf. praes. к ἄγω.
ἀγέμεν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἄγω.
ἄγειν.
ἀγέμεν: Επικ. αντί ἄγειν, απαρ. του ἄγω.