ἀγέμεν

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

French (Bailly abrégé)

inf. prés. poét. de ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγέμεν: эп. inf. praes. к ἄγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγέμεν: Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ ἄγω.

English (Autenrieth)

ἄγειν.

Greek Monotonic

ἀγέμεν: Επικ. αντί ἄγειν, απαρ. του ἄγω.