ἄλθομαι

From LSJ
Revision as of 17:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

German (Pape)

[Seite 95] heil werden, fut. s. ἀπάλθ., Hom. einmal, ἄλθετο χείρ Il. 5, 417; – wachsen, ἄρουρα ἀλθομένη ἀνέμοισιν Qu. Sm. 9, 475. Vgl. ἀλθαίνω, ἀλθήσκω, ἀλθέω.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. épq. ἄλθετο;
être guéri, se guérir.
Étymologie: DELG cf. ἀλδαίνω.

English (Autenrieth)

be healed; ἄλθετο χείρ, was healing, Il. 5.417†.

Greek Monotonic

ἄλθομαι: Παθ., καθίσταμαι υγιής, ἄλθετο χείρ (γʹ ενικ. Επικ. παρατ.), σε Ομήρ. Ιλ.