ἀκαταχώριστος
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
English (LSJ)
ον,
A undigested, ὕλη Arist.Pr.949b3. II unregistered, Sammelb.5232.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταχώριστος: -ον, ἄπεπτος, ὕλη, Ἀριστ. Προβλ. 28. 3.
Spanish (DGE)
-ον
1 no dividido, mal ordenado ὕλη Arist.Pr.949b3.
2 admin. no registrado en el registro de la propiedad inmobiliaria (πρᾶσις) SB 5232.33 (I d.C.), χρηματισμός SB 5232.36 (I d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταχώριστος, -ον) καταχωρίζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει
«ακαταχώριστα ονόματα»
2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο
«ακαταχώριστη αγγελία»
αρχ.
αυτός που δεν έχει χωνευτεί, ο άπεπτος
«ἀκαταχώριστος ὕλη» (Αριστοτ. Προβλήμ. 28, 3).