ἀκωδώνιστος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ον,
A not tested, Ar.Lys.485.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκωδώνιστος: -ον, = ἀνεξέταστος, ἀδοκίμαστος, Ἀριστοφ. Λυσ. 485, ἴδε κώδων.
Spanish (DGE)
-ον
no sonado de las monedas para comprobar su valor, no ensayado, de ahí fig. no probado ὡς αἰσχρὸν ἀκωδώνιστον ἐᾶν τὸ τοιοῦτον πρᾶγμα Ar.Lys.485, cf. Phryn.PS 51, AB 374.
Greek Monolingual
ἀκωδώνιστος, -ον (Α) κωδωνίζω
αυτός που δεν ερευνήθηκε λεπτομερώς, ο ανεξέταστος.