ἀντεράω

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεράω Medium diacritics: ἀντεράω Low diacritics: αντεράω Capitals: ΑΝΤΕΡΑΩ
Transliteration A: anteráō Transliteration B: anteraō Transliteration C: anterao Beta Code: a)ntera/w

English (LSJ)

   A love in return, τῶν ἀντερώντων ίμέρῳ πεπληγμένος A.Ag. 544; ἐρῶν ἀντερᾶται X.Smp.8.3, cf. Bion Fr.8.1; ἀντερᾶν τινός Luc. DMar.1.5; ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Plu.Dio16.    II rival in love, τινί Id.2.972d; ἀ. τινί τινος rival one in love for .., E.Rh.184: abs., τὸ ἀντερᾶν jealous love, Plu.Lyc.18.

German (Pape)

[Seite 247] (s. ἐράω), 1) wieder lieben, οἱ ἀντερῶντες Aesch. Ag. 530; Sp., bes. im part. praes.; ἐρῶν αντερᾶται Xen. Symp. 8, 3. – 2) τινί τινος, Nebenbuhler sein, in der Liebe zu etwas, ἐρῶν τίγ' ἀντερᾷς ἵπ πων ἐμοί Eur. Rhes. 184; ἀντερασθῆναι τῇ. Σελήνῃ τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc. Musc. Enc. 10; ὁ ἀντερῶν τινι, Jemandes Nebenbuhler, Plut. sol. an. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεράω: ἀνταγαπῶ, τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 544· ἐρῶν... ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8.3, πρβλ. Βίωνος 8. 1· ἀντερᾶν τινος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 5· ἀντερᾶσθαι ὑπό τινος Πλουτ. Δίων 16. ΙΙ. εἶμαι ἀντεραστής, τινὶ Πλούτ. 2. 932D· ἀντ. τινί τινος, καὶ μὴν ἐρῶντί γ’ ἀντερᾷς ἵππων ἐμοὶ Εὐρ. Ρῆσ. 184: ἀπολ., τὸ ἀντερᾶν, ἡ ἀντιζηλία ἐν τῷ ἔρωτι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 18.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 rendre amour pour amour;
2 être rival en amour : τινι de qqn ; abs. τὸ ἀντερᾶν PLUT la rivalité en amour.
Étymologie: ἀντί, ἐράω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ind. aor. pas. ἀντερασθῆναι Luc.Musc.Enc.10]
1 corresponder en amor τῶν ἀντερώντων ἱμέρῳ πεπληγμένοι heridos por el amor de quienes os amaban A.A.544, c. gen. ἀντερᾷ δέ μου corresponde a mi amor X.Eph.5.1.5, ἀντερῴης αὐτοῦ Luc.DMar.1.5, Χαρικλέους ... ἀντερῶντος οὐχ ἧττον ἐκείνης Aristaenet.1.19.30, en v. pas. ἐρῶν τῆς γυναικὸς ἀντερᾶται X.Smp.8.3, ὄλβιοι <οἱ> φιλέοντες ἐπὴν ἴσον ἀντεράωνται Bio 12.1, ὑπὸ Πλάτωνος ἀντερᾶσθαι Plu.Dio 16.
2 rivalizar en amor c. dat. Ἀριστοφάνει Plu.2.972d, c. dat. y gen. del obj. amado ἵππων ἐμοί E.Rh.184, en pas. τῇ Σελήνῃ ... τοῦ Ἐνδυμίωνος Luc.l.c.
abs. λέγοιντ' ἂν ἀντερᾶν Ποσειδῶν καὶ Ἥλιος Ael.NA 14.28, τὸ ἀντερᾶν οὐκ ἦν no existía rivalidad en amar Plu.Lyc.18.

Greek Monotonic

ἀντεράω:I. ανταγαπάω, σε Αισχύλ.· ἀντερᾶν τινος, σε Λουκ.
II. ἀντ. τινί τινος, είμαι αντίζηλος με κάποιον άλλο στον έρωτα, σε Ευρ.· απόλ., τὸ ἀντερᾶν, ζηλόφθονη αγάπη, σε Πλούτ.