ἀπαραιτήτως
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
adv.
1 inexorablement, durement;
2 sans pouvoir fléchir.
Étymologie: ἀπαραίτητος.