βάγμα
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
ατος, τό, (βάζω)
A speech, A.Pers.637 (lyr.,pl.).
German (Pape)
[Seite 423] τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.
Greek (Liddell-Scott)
βάγμα: -ατος, τό, (βάζω) ὁμιλία, λόγος, δύσθροα βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 636.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parole ; τὰ βάγματα discours.
Étymologie: βάζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
voz, grito δύσθροα βάγματα A.Pers.636.
• Etimología: v. βάζω.
Greek Monolingual
βάγμα, το (Α) βάζω (III)]
λόγος, ομιλία.