γυροδρόμος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A running round in a circle, πέτρος a millstone, AP9.20.
German (Pape)
[Seite 512] πέτρος, im Kreise umlaufend, Archi. 25 (IX, 20).
Greek (Liddell-Scott)
γῡροδρόμος: -ον, ὁ εἰς κύκλον περιστρεφόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en tournant autour.
Étymologie: γῦρος, δραμεῖν.
Spanish (DGE)
(γῡροδρόμος) -ον que gira en círculo πέτρος AP 9.20.
Greek Monolingual
γυροδρόμος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -δρόμος < δρόμος.
Greek Monotonic
γῡροδρόμος: -ον, αυτός που τρέχει γύρω γύρω, κυκλικά, αυτός που περιστρέφεται σε κύκλο, σε Ανθ.