διαπτυχή
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ἡ,
A fold, folding leaf, δέλτου διαπτυχαί, γραμμάτων δ., E.IT727,793.
German (Pape)
[Seite 599] ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
pli.
Étymologie: διά, πτυχή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
hoja plegada δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί E.IT 727, γραμμάτων διαπτυχαί E.IT 793.
Greek Monotonic
διαπτυχή: [ῠ], ἡ, πτύχωση, δίπλωση, «δίπλα», σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαπτυχή -ῆς, ἡ [διαπτύττω] opengevouwen blad.