δίφωνος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
ον,
A speaking two languages, Philist.62, D.S.17.110.
German (Pape)
[Seite 645] zweistimmig, zwei Sprachen redend; D. Sic. 17, 110; Pol. 2, 111; zwiefach lautend, E. M. 334, 41.
Greek (Liddell-Scott)
δίφωνος: -ον, ὁμιλῶν δύο γλώσσας, δίγλωσσος, Φίλιστος Ἀποσπ. 62, Διόδ. 17. 110.
Spanish (DGE)
-ον
bilingüe ὄντες γὰρ οὗτοι δίφωνοι D.S.17.110, cf. Philist.72, Peripl.M.Rubri 20, Hsch.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίφωνος, -ον)
νεοελλ.
μουσ. (για τραγούδι) αυτό που τραγουδιέται με δύο φωνές
αρχ.
αυτός που μιλά δύο γλώσσες, δίγλωσσος.