δύσποτος
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ον,
A unpalatable, πῶμα A.Eu.266.
German (Pape)
[Seite 687] schwer, widrig zu trinken, πόμα Aesch. Eum. 256.
Greek (Liddell-Scott)
δύσποτος: -ον, δυσκολόποτος, ἀηδὴς εἰς πόσιν, πῶμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 266.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à boire.
Étymologie: δυσ-, πίνω.
Spanish (DGE)
-ον
imbebible, malo para beber πῶμα de la sangre de Orestes, A.Eu.266
•no potable τὸ φρεατιαῖον (ὕδωρ) Ps.Caes.77.8.
Greek Monolingual
δύσποτος, -ον (Α)
αηδιαστικός στην πόση.
Greek Monotonic
δύσποτος: -ον, αυτός που δύσκολα πίνεται, αηδιαστικός στην πόση, σε Αισχύλ.