ἐνυάλιος

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source

German (Pape)

[Seite 859] (Ἐνυώ), kriegerisch, streitbar, Beiname des Ares, ll. 17, 211, vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 179; ἰωχμός Theocr. 25, 279; ἄνδρες D. Per. 97; ἀϋταί Opp. Cyn. 2, 58, wie κέλαδος, Kriegslärm, Hsliod. 1, 31. Gew. substantivisch = Ἄρης, Il. 20, 69, Hes., Pind. u. A. In Soph. Ai. 179 nimmt man es für eine besondere Gottheit, vgl. nom. propr.; τὸ ἐνυάλιον, das Schlachtgeschrei, Poll. 1, 163; auch ὁ ἐνυάλιος, Heliod. 4, 17.

Spanish (DGE)

(ἐνῡάλιος) -ον

• Alolema(s): fem. -ίη Q.S.1.402, Nonn.D.22.132, 34.136, 35.89

• Morfología: [gen. -ίοιο Nonn.D.27.119]
I 1guerrero, belicoso, terrible epít. de dioses y héroes Ἄρης δεινὸς ἐ. Il.17.211, Lycurg.77, Aen.Tact.24.2, de Dioniso Lyr.Adesp.109b, Macr.Sat.1.19.1, de Zeus, Hestiaeus 3, Αἰνεάδης Opp.C.1.2, κούρη e.d., Pentesilea, Q.S.l.c., Δειανείρη Nonn.D.35.89
tb. de pers. γαμβρός ref. un príncipe bárbaro, Nonn.D.34.221, ἄνδρες de la Dalmacia, D.P.97.
2 de cosas guerrero, de guerra ἰωχμός Theoc.25.279, σίδηρος Nonn.D.29.265, χορείη Nonn.D.27.119, πεύκη Nonn.D.34.136, θύρσος Nonn.D.43.74, τὸν ἐνυάλιον παιᾶνα ... ἐπαλαλαζόντων Iul.Or.1.36b
de guerra, militar στολή Afric.Cest.1.1.9, ἔσθημα Tz.H.12.785.
II subst. τὸ Ἐ. Enialion templo de Enialio en la isla de Minoa (Mégara), Th.4.67 (cód., pero cf. Ἐνυαλιεῖον).

Greek Monolingual

ἐνυάλιος, -ον και -ος, -ίη, -ον (AM)
πολεμικός, μαχητικός, μανιώδης
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνυάλιον
το πολεμικό σάλπισμα
αρχ.
1. επωνυμία του Άρη, ο Άρης (κάποτε όμως διακρίνεται ο Ενυάλιος από τον Άρη)
2. συνεκδ. η μάχη
3. πολεμική κραυγή
4. επίθ. του Διονύσου
5. (το ουδ. ως κύρ. όνομα) τὸ Ἐνυάλιον
ναός του Ενυαλίου.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῡάλιος: боевой, бранный (ἰωχμός Theocr.).