ἐπιληκέω

Revision as of 22:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A clap the hands in applause, or beat time to the dancers, Od.8.379.

German (Pape)

[Seite 958] dazu lärmen, klatschen, ἐπελήκεον Od. 8, 379, den Takt zum Tanz, Ath. I, 15 d erkl. ἐπικροτεῖν τοῖς λιχανοῖς δακτύλοις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιληκέω: ἐπιβοῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ ἐπιάχω, ἢ κτυπῶ χρόνον διὰ τοῦ ποδὸς εἰς τοὺς χορεύοντας, κοῦροι δ’ ἐπελήκεον ἄλλοι, «ἐπεκρότουν» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 379.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. poét. ἐπελήκεον;
faire du bruit en battant des mains ou en marquant la mesure à des danseurs.
Étymologie: ἐπί, ληκέω.

English (Autenrieth)

beat time to a dance, Od. 8.379†.

Greek Monotonic

ἐπιληκέω: κρατώ το ρυθμό (με το πόδι), λέγεται για τους χορευτές, σε Ομήρ. Οδ.