ἑπτακαίδεκα
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.
A seventeen, Hdt.1.50, al.; in Hom., ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα Od.5.278, al.
German (Pape)
[Seite 1012] οἱ, αἱ, τά, indeclin., siebenzehn, Her. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπτᾰκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., δεκαεπτά, Ἡρόδ. 1. 50 κ. ἀλλ.˙ παρ’ Ὁμ., ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα Ὀδ. Ε. 278 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
indécl.
dix-sept.
Étymologie: ἑπτά, καί, δέκα.
Greek Monolingual
ἑπτακαίδεκα, oἱ, αἱ, τὰ (Α)
δεκαεπτά.
Greek Monotonic
ἑπτᾰκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, δεκαεφτά, σε Ηρόδ. κ.λπ.