εὔγομφος

From LSJ
Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔγομφος Medium diacritics: εὔγομφος Low diacritics: εύγομφος Capitals: ΕΥΓΟΜΦΟΣ
Transliteration A: eúgomphos Transliteration B: eugomphos Transliteration C: eygomfos Beta Code: eu)/gomfos

English (LSJ)

ον,

   A well-nailed, well-fastened, πύλαι E.IT1286:—also εὐγόμφωτος, ον, Opp.H.1.58.

German (Pape)

[Seite 1060] gut gefügt u. verbunden, πύλαι, Eur. I. T. 1286.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγομφος: -ον, καλῶς συνηρμοσμένος, Εὐρ. Ι. Τ. 1286· ὡσαύτως, εὐγόμφωτος, ον, Ὀππ. Ἁλ. 1. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien cloué, fortement joint.
Étymologie: εὖ, γόμφος.

Greek Monolingual

εὔγομφος, -ον (Α)
καλά στερεωμένος, καλά τοποθετημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόμφος «σφηνοειδές καρφί»].

Greek Monotonic

εὔγομφος: -ον, αυτός που είναι καλά καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.