ζωμίδιον

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμίδιον Medium diacritics: ζωμίδιον Low diacritics: ζωμίδιον Capitals: ΖΩΜΙΔΙΟΝ
Transliteration A: zōmídion Transliteration B: zōmidion Transliteration C: zomidion Beta Code: zwmi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of ζωμός,

   A a little sauce, Ar.Nu.389.

German (Pape)

[Seite 1143] τό, dim. von ζωμός, Süppchen, Ar. Nubb. 388.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ζωμός, ὀλίγος ζωμός, Ἀριστοφ. Νεφ. 389.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mauvais bouillon, petit potage.
Étymologie: ζωμός.

Greek Monolingual

ζωμίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ζωμός) ζουμάκι.

Greek Monotonic

ζωμίδιον: τό, υποκορ. του ζωμός, λίγος ζωμός, σε Αριστοφ.