ζημίωσις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
εως, ἡ,
A infliction of penalties, Arist.Pol.1300b22 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ, Bestrafung, Arist. pol. 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ζημίωσις: -εως, ἡ, ἐπιβολὴ ζημίας, ποινῆς, Ἀριστ. Πολ. 4. 16, 2.
Greek Monolingual
ζημίωσις, ἡ (Α) ζημιώ
η επιβολή ζημίας, ο καταλογισμός ποινής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζημίωσις, -εως, ἡ [ζημιόω] strafoplegging. Aristot. Pol. 1300b22.