θεραποντίς

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰποντίς Medium diacritics: θεραποντίς Low diacritics: θεραποντίς Capitals: ΘΕΡΑΠΟΝΤΙΣ
Transliteration A: therapontís Transliteration B: therapontis Transliteration C: therapontis Beta Code: qeraponti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A of a waiting-maid, θ. φερνή A.Supp. 979 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰποντίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκουσα εἰς θεράπαιναν, θ. φερνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de serviteur, de servante.
Étymologie: θεράπων.

Greek Monolingual

θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. του θεράπων, -οντος].